Απευθύνω το παρόν σε όσους ειλικρινά πιστεύουν πως βοηθούν την Ελλάδα ψηφίζοντας Όχι στο δημοψήφισμα της 5 Ιουλίου.

Υπάρχουν φυσικά και οι άλλοι, οι οποίοι υστερόβουλα θέλουν να επικρατήσει το Όχι: είτε γιατί έχουν διαφυλάξει τα χρήματα τους σε θυρίδες ή το εξωτερικό και προσδοκούν να κερδίσουν από τη δραχμή, είτε γιατί προσβλέπουν σε μια καταστροφική προεπαναστατική κατάσταση που θα τους βοηθήσει να αδράξουν την εξουσία.

Υπάρχουν όμως και ορισμένοι που ειλικρινά πιστεύουν πως το Όχι θα βοηθήσει την πατρίδα. Σ'αυτούς λοιπόν απευθύνομαι. Είτε πιστεύετε πως με το Όχι θα επιτευχθεί μια καλύτερη συμφωνία για την Ελλάδα, είτε θεωρείτε πως το Όχι είναι ζήτημα εθνικής ανεξαρτησίας και περηφάνιας και νομίζετε πως μετά από τόσο χρόνια κηδεμονίας από την Τρόικα ήρθε ο καιρός να ανακτήσουμε τις τύχες της χώρας μας.

Αν πιστεύετε πως το Όχι θα οδηγήσει σε μια καλύτερη συμφωνία, αναρωτηθείτε πώς θα το εκλάβουν στο εξωτερικό, αφού με τους ξένους πιστωτές θα πρέπει τελικά να συνενοηθούμε.

Οι μεν, που θέλουν την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης, θα εκλάβουν φυσικά το Όχι ως εκδήλωση της βούλησης του Ελληνικού λαού να απορρίψει τα προγράμματα βοήθειας που επιτρέπουν την συνεχιζόμενη παραμονή της χώρας στη νομισματική ένωση.

Οι δε, που επιθυμούν ακόμα την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, δεν μπορούν να προσφέρουν κάτι καλύτερο, γιατί από τη μια θα κατηγορηθούν πως ενέδωσαν στον εκβιασμό της Ελλάδας και θα γίνουν ευάλωτοι σε ανάλογους εκβιασμούς από άλλες χώρες με δημοσιονομικό πρόβλημα.

Επιπλέον, η δημοσιονομική επιδείνωση εξαιτίας του κλεισίματος των τραπεζών οδηγεί σε μεγαλύτερη ύφεση την οικονομία και αυξάνει την ανάγκη προσαρμογής. Απορρίπτοντας την συμφωνία, ο Ελληνικός λαός δεν θα πάρει μια καλύτερη συμφωνία -αν πάρει καν μια συμφωνία- αλλά μια χειρότερη, αφού, προφανώς, η υπάρχουσα πρόταση -πέρα από το ότι δεν υπάρχει επισήμως πλέον στο τραπέζι- θα έχει απορριφθεί συνάμα και από τον Ελληνικό λαό.

Αλλά κι ακόμα κι αν οι έξω θελήσουν να επιτύχουν συμφωνία μετά το Όχι, τί σας κάνει να πιστεύετε πως οι έσω θα την επιτύχουν; Επί πέντε μήνες προσπαθούσαν τάχα να κάνουν συμφωνία, οδηγώντας την πραγματική οικονομία σε ολοένα και χειρότερη κατάσταση. Όταν κάποιος που δεν κατόρθωσε να φέρει συμφωνία σε πέντε μήνες υποστηρίζει πως θα την επιτύχει σε μια ώρα (Βαρουφάκης) ή 48 ώρες (Τσίπρας), λογικό είναι να δυσπιστούμε στην έπαρση τους.

Αλλά κι αν νομίζετε πως πράγματι δεν θα υπάρχει καλύτερη συμφωνία και η Ελλάδα θα οδηγηθεί στη Δραχμή, αναλογιστείτε τις συνέπειες σε ανθρώπινη δυστυχία που θα σημάνει μια τέτοια προοπτική σε μια χώρα εξαρτημένη από τις εισαγωγές για βασικά αγαθά όπως τα τρόφιμα, φάρμακα, και καύσιμα. Κι ακόμα -αν υποτεθεί- πως η περίοδος προσαρμογής είναι βραχύβια και η οικονομία αρχίσει πάλι να αναπτύσσεται, νομίζετε πραγματικά πως αυτό θα ωφελήσει την πατρίδα; Άλλωστε ο υπερδανεισμός, η αποσάρθρωση της παραγωγής, το πελατειακό κράτος και όλα όσα οδήγησαν την Ελλάδα στην καταστροφή γεννήθηκαν και άνθισαν και επί δραχμής. Δεν είναι το νόμισμα που οδηγεί μια κοινωνία στην ευμάρεια αλλά η συνετή ή μη χρήση της νομισματικής πολιτικής.

Αν πάλι νομίζετε πως το Όχι είναι ζήτημα αξιοπρέπειας και εθνικής περηφάνιας, σκεφτείτε πως η πραγματική περηφάνια δεν προέρχεται από το να έχεις τη δυνατότητα να κάνεις αυτό που θες εσύ, αλλά από το να κάνεις σε κάθε περίσταση αυτό που είναι χρήσιμο και σωστό, είτε το έχεις σκεφτεί μόνος του (όπως θα έπρεπε) είτε κατ' ανάγκη επειδή αυτό επιβάλλεται από κάποιον άλλο.

Τόσα χρόνια, οι ψηφισμένες Ελληνικές κυβερνήσεις έκαναν αυτό που ήθελαν, χωρίς να ρωτάνε κανένα ξένο πιστωτή, εφόσον μπορούσαν ακόμα να δανείζονται από τις αγορές. Ήταν πραγματικά περήφανες και αξιοπρεπείς ή έσκαβαν, με τη διόγκωση του χρέους, το λάκο στον οποίο στη συνέχεια έπεσε ολόκληρη η χώρα;

Ή ήταν αναξιοπρεπές πως χάρη στους ξένους πιστωτές και τις προσταγές τους άνοιξε η συζήτηση για κάποιες προφανείς αδυναμίες του Ελληνικού Δημοσίου όπως το πελατειακό κράτος με τους υπεράριθμους δημόσιους υπαλλήλους, τα μαϊμού επιδόματα, η συνταξιοδότηση ανθρώπων στο άνθος της παραγωγικής τους ηλικίας, τα ρετιρέ του Δημοσίου, και μια σειρά από άλλες ατέλειες της οργάνωσης της Ελληνικής πολιτείας που -εξαιτίας της χρηματοδοτικής ασφυξίας- αναγκαζόμαστε να αντιμετωπίσουμε.

Όλα αυτά φυσικά δεν ήταν άγνωστα στην Ελληνική κοινωνία στην προ-Μνημονιακή εποχή. Λίγο πολύ όλοι τα γνωρίζαμε αλλά οι περισσότεροι τα θεωρούσαν ήσσονος σημασίας και αδιαφορούσαν να περικόψουν τα μικροπρονόμια της τάδε ή δείνα οικονομικής ομάδας αφού φαινόντουσαν πως λίγο επηρέαζαν την δική τους ζωή. Η εποχή του Δε Βαριέσαι έληξε όταν συνειδητοποιήσαμε πως όλα αυτά τα οποία δηκτικά σχολιάζαμε αλλά στην πράξη επιτρέπαμε έχουν συνέπειες οι οποίες τελικά μας αφορούν και τους ίδιους.

Η πτώση του βιοτικού επιπέδου δεν είναι αποτέλεσμα των Μνημονίων, αλλά της χρεωκοπίας του Δημοσίου, το οποίο δεν μπορούσε πλέον να δανείζεται και να μοιράζει λεφτά. Αντιθέτως, χάρη στα Μνημόνια, το Ελληνικό κράτος (το οποίο μόλις το 2014 κατόρθωσε να αποκτήσει ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα) μπόρεσε να μαλακώσει την ανάγκη προσαρμογής: χωρίς τα προγράμματα, η εξίσωση πρωτογενών δαπανών-εξόδων θα έπρεπε να είχε γίνει κατευθείαν και απότομα από το 2010.

Την Κυριακή, λοιπόν, σκεφτόμαστε το συμφέρον μας και επιλέγουμε τον δύσκολο δρόμο των μεταρρυθμίσεων μέσα στην Ευρώπη και όχι τις ψευδαισθήσεις όσων νομίζουν πως υπάρχει εναλλακτική οδός. Τα αγαθά, άλλωστε, κόποις κτώνται.